σκάλα, η, ουσ. [<μτγν. σκάλα <λατιν. scala], η σκάλα. 1. οτιδήποτε χρησιμοποιούμε για άνοδο ή κάθοδο. (Τραγούδι: άνοιξε μωρό μου το παράθυρό σου, λύσε τα μαλλιά σου σκάλα ν’ ανεβώ). 2. αποβάθρα, λιμάνι ή όρμος, όπου μπορούν να προσεγγίζουν τα πλοία: «όλος ο κόσμος ήταν κάτω στη σκάλα για να υποδεχτεί τους επισήμους». (Λαϊκό τραγούδι: μες του Περαία μια βραδιά στου Τσελεπιού τη σκάλα, ένα λεβέντη σκότωσαν τον Κώστα τον Κεφάλα). 3. ενδιάμεση προσέγγιση πλοίου, ανάμεσα από το λιμάνι από το οποίο αναχωρεί και το λιμάνι που είναι ο προορισμός του: «το πλοίο, ξεκινώντας απ’ τον Πειραιά, πιάνει τέσσερις σκάλες μέχρι να καταπλεύσει στο λιμάνι του νησιού μας». 4. πτυχή των μαλλιών της κεφαλής. (Τραγούδι: τα μαλλιά σου κάν’ τα σκάλες, κάν’ τα σκάλες ν’ ανεβώ, να φιλήσω την ελιά σου και τον άσπρο σου λαιμό). Τέλος, οι προληπτικοί δεν περνούν κάτω από σκάλα, γιατί πιστεύουν πως θα τους τύχει κάποιο κακό. Υποκορ. σκαλίτσα, η·
- είναι στην απάνω σκάλα, βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, είναι πετυχημένος στη ζωή του: «δες τα δικά σου προβλήματα και μη νοιάζεσαι γι’ αυτόν, γιατί από καιρό είναι στην απάνω σκάλα». Πρβλ.: στην απάνω πάνω σκάλα της ζωής, πρέπει να ’ρθεις, αν γουστάρεις να με βρεις (Λαϊκό τραγούδι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, βλ. λ. φωτιά·
- πιάνω σκάλα, (για πλοία ή ναύτες) προσεγγίζω αποβάθρα, λιμάνι ή όρμο: «όλοι οι ναύτες ήταν χαρούμενοι, γιατί σε λίγο θα πιάνανε σκάλα»·
- τον περνώ (πολλές) σκάλες, είμαι (κατά πολύ) ανώτερός του ή ικανότερός του: «δεν παίζω τάβλι μαζί του, γιατί τον περνώ πολλές σκάλες, κι αν τον κερδίσω, θα ’ναι σαν να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία || δεν παραβγαίνει μαζί μου στα πλούτη, γιατί τον περνώ  πολλές σκάλες».